περιστεριώνας

περιστεριώνας
Ιδιότυπο κτίσμα, προοριζόμενο για τη στέγαση μεγάλου αριθμού π. Συναντάται κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και αποτελεί χαρκτηριστική και με μεγάλο ενδιαφέρον μορφή της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Οι περιστεριώνες κατασκευάζονται βασικά από σχιστόλιθο, που είναι άλλωστε και το προσφερόμενο επί τόπου φυσικό υλικό. Η χρήση των λεπτών σχιστολιθικών πλακών και η λειτουργική ανάγκη της κατασκευής πολλών μικρών ανοιγμάτων για την είσοδο και την έξοδο των π. έδωσε έτσι στους λαϊκούς τεχνίτες την αφορμή να κατασκευάσουν προσόψεις, όπου η ποικιλία και η σύνθεση των διακοσμητικών στοιχείων είναι πραγματικά αξιοθαύμαστες· και, ακόμα, να μεταβάλουν τον περιστεριώνα από μια απλή φωλιά πουλιών σε ένα ιδιαιτέρων καλλιτεχνικών αξιώσεων κτίσμα, με ολοφάνερο το πηγαίο καλλιτεχνικό αισθητήριο, την επιδεξιότητα, το μεράκι ή και, ακόμα την άμιλλα για το καλύτερο. Το πέτρινο λαϊκό κτίσμα εξαϋλώνεται έτσι και παίρνει –ή και μεταδίνει το ίδιο– κάτι από την ελαφράδα και τη χάρη του περιστεριού. Οι περισσότεροι περιστεριώνες είναι σήμερα ασβεστωμένοι και γι’ αυτό η αντίθεση του σκοτεινού βάθους των ανοιγμάτων με τη λευκή εξωτερική επιφάνεια είναι εξαιρετικά έντονη. Διατηρούνται ωστόσο κα ορισμένοι ανεπίχριστοι, κι εκεί το φυσικό χρώμα του υλικού προσδίδει μιαν ακόμα ποιοτική αξία στο σύνολο. Περιστεριώνας πελοποννησιακού τύπου, στην περιοχή της Τρίπολης της Αρκαδίας. Περιστεριώνας στην Τήνο. Τα κτίσματα αυτά, που τα συναντούμε κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, είναι ενδιαφέρουσες μορφές λαϊκής αρχιτεκτονικής.
* * *
ο, Ν
βλ. περιστερώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιστεριώνας — ο τεχνητή κατοικία, φωλιά περιστεριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιστερώνας — και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, ῶνος ΝΜΑ τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών αρχ. 1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη 2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» το φυτό ιεροβοτάνη β) «τρίτη… …   Dictionary of Greek

  • -ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • νιτρία — Βαθύπεδο της Αιγύπτου, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν Ουάντι Νατρούν. Στο βαθύπεδο αυτό υπάρχουν δεκάδες αλμυρές λίμνες, που επικοινωνούν υπόγεια με τον Νείλο και γεμίζουν νερά όταν αυτός πλημμυρίζει, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • περιστεριώνα — η, Ν τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών, περιστερώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περιστεριώνας με αλλαγή γένους (πρβλ. καλαμιώνα: καλαμιώνας)] …   Dictionary of Greek

  • τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια …   Dictionary of Greek

  • κολουμβάριο — Οστεοφυλάκιο των ρωμαϊκών και των ετρουσκικών νεκροταφείων. Στην κυριολεξία σημαίνει περιστεριώνας. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για τις υπόγειες κρύπτες, οι τοίχοι των οποίων ήταν γεμάτοι από μικρές κόγχες, τοποθετημένες σε σειρές, η μία… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μυκόνου (Αγροτομουσείο) — Το Αγροτομουσείο της Μυκόνου, με επίκεντρο το Μύλο του Μπόνη, ο οποίος είναι ένα από τα γνωστότερα και περισσότερο φωτογραφημένα ιστορικά μνημεία της Μυκόνου, λειτουργεί ως παράρτημα του Λαογραφικού Μουσείου, καταλαμβάνοντας μία έκταση δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”